- ξάμπελο
- τό1) засохший или заброшенный виноградник; 2) выкорчеванный виноградник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξάμπελο — το αμπέλι που έχει εγκαταλειφθεί και έχει μετατραπεί σε χωράφι, ξεχερσωμένο αμπέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αμπέλι] … Dictionary of Greek